- ὄλπα
- ὄλπᾱ , ὄλπηleathern oil-flaskfem nom/voc/acc dualὄλπᾱ , ὄλπηleathern oil-flaskfem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὄλπας — ὄλπᾱς , ὄλπη leathern oil flask fem acc pl ὄλπᾱς , ὄλπη leathern oil flask fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κὤλπαν — ὄλπᾱν , ὄλπη leathern oil flask fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄλπαν — ὄλπᾱν , ὄλπη leathern oil flask fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὄλπας — Ὄλπᾱς , Ὄλπη fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έλπω — ἔλπω και ἐέλπω (Α) 1. δίνω ελπίδες 2. (μέσ., ομαι) ελπίζω, περιμένω 3. μέσ. φοβάμαι κάτι («ἐλπόμενος δέ τὶ οἱ κακόν ἔσεσθαι», Ηρόδ.) 4. νομίζω, υποθέτω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεργητικός μεταβιβαστικός ενεστ. έλπω είναι υστερογενής έναντι τού αρχικού… … Dictionary of Greek
όλπη — ὄλπη και ὄλπις, ιος και ιδος, και δωρ. τ., ὄλπα, ἡ (Α) 1. δοχείο λαδιού, συνήθως από δέρμα, για χρήση από τους αθλητές στην παλαίστρα 2. η λήκυθος τών κυνικών φιλοσόφων 3. λαγήνι, κανάτι κρασιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ὄλπη ανάγεται στην ετεροιωμένη… … Dictionary of Greek
ὄλπαι — ὄλπη leathern oil flask fem nom/voc pl ὄλπᾱͅ , ὄλπη leathern oil flask fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)